Ωριμάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colchão, sazonado, maduro, madura, maduros, maduras, maturidade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ωριμάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα πορτογαλικά - são, bom, nicarágua, agradável, bem, bonito, belo, ...
- ωριαίος στα πορτογαλικά - hora, de hora em hora, por hora, a cada hora, horário, horária
- ωριμότητα στα πορτογαλικά - maturidade, vencimento, prazo, a maturidade, o vencimento
- ωρύομαι στα πορτογαλικά - vagueie, rugido, rugir, gritar, grito, gritam, grita, ...
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: colchão, sazonado, maduro, madura, maduros, maduras, maturidade
Μεταφράσεις: colchão, sazonado, maduro, madura, maduros, maduras, maturidade