Ωριμάζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зрели, зрел, зрела, зрелите, зрело
Ωριμάζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ωριμάζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ωραίος στα σλαβομακεδονικά - згоден, убавиот, убаво, убави, згодни
  • ωριαίος στα σλαβομακεδονικά - час, на час, секој час, часови, часовни
  • ωριμότητα στα σλαβομακεδονικά - зрелост, доспевање, рок на достасување, достасување, доспеаност
  • ωρύομαι στα σλαβομακεδονικά - крик, врескаат, крикне, вика, викаат
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: зрели, зрел, зрела, зрелите, зрело