Ωριμάζω στα κροατικά

Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zreti, dozreti, dorastao, dozrijevati, sazreti, nastupiti, zreo, usavršiti, odrastao, zrele, zrela, zreli, zrelo
Ωριμάζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας κροατικά, ωριμάζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ωραίος στα κροατικά - osjetljiv, raskošnim, sladak, svjež, ljubak, prefinjen, veličanstven, ...
  • ωριαίος στα κροατικά - satnim, na sat, satu, po satu, svaki sat, svakog sata
  • ωριμότητα στα κροατικά - dospijeće, ročnost, istek, završenost, zrelost, dospijeća, zrelosti, ...
  • ωρύομαι στα κροατικά - rika, buka, bučati, brujati, vrištati, vrisak, vrisnuti, ...
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: zreti, dozreti, dorastao, dozrijevati, sazreti, nastupiti, zreo, usavršiti, odrastao, zrele, zrela, zreli, zrelo