Ωριμάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зрял, зряла, зрели, зрелия, зряло
Ωριμάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ωριμάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ωραίος στα βουλγαρικά - ница, красив, хубав, красиво, красива, красивия
  • ωριαίος στα βουλγαρικά - всеки час, почасово, почасова, на час, почасовата
  • ωριμότητα στα βουλγαρικά - падеж, зрелост, матуритет, падежа, зрялост
  • ωρύομαι στα βουλγαρικά - рев, крещя, крещи, крещят, изкрещи, крещиш
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: зрял, зряла, зрели, зрелия, зряло