Ωριμάζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сьпелы, сьпець, спелы, сталы, дарослы
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ωριμάζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα λευκορωσικά - добры, прыгожы, прыгожыя, прыгожая
- ωριαίος στα λευκορωσικά - штогадзіны, кожную гадзіну, штогадзінна, кожную, штогадзіну
- ωριμότητα στα λευκορωσικά - сталасць, спеласць, сталасьць, сьпеласьць, сталасці
- ωρύομαι στα λευκορωσικά - гарлапаніць, крычаць, араць, орать, галасіць
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сьпелы, сьпець, спелы, сталы, дарослы
Μεταφράσεις: сьпелы, сьпець, спелы, сталы, дарослы