Ωριμάζω στα ιταλικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maturo, matura, in età matura, maturi, mature
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ωριμάζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα ιταλικά - simpatico, cortese, piacevole, gentile, caro, gradevole, bello, ...
- ωριαίος στα ιταλικά - orario, ogni ora, oraria, ora, Orarie
- ωριμότητα στα ιταλικά - maturità, scadenza, durata, maturazione, la maturità
- ωρύομαι στα ιταλικά - urlo, ruggire, ruggito, boato, urlare, gridare, grido, ...
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: maturo, matura, in età matura, maturi, mature
Μεταφράσεις: maturo, matura, in età matura, maturi, mature