Ωριμάζω στα αλβανικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjekur, i pjekur, të pjekur, e pjekur, matur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας αλβανικά, ωριμάζω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα αλβανικά - nice, i pashëm, i bukur, bukur, pashëm, të bukur
- ωριαίος στα αλβανικά - çdo orë, për orë, dendur, i dendur, orë për orë
- ωριμότητα στα αλβανικά - pjekuri, maturimit, maturimi, pjekuria, pjekurinë
- ωρύομαι στα αλβανικά - shungëlloj, buças, bërtas, piskat, ulërij, ulërimë, piskas
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: pjekur, i pjekur, të pjekur, e pjekur, matur
Μεταφράσεις: pjekur, i pjekur, të pjekur, e pjekur, matur