Επενέργεια στα αλβανικά
Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veprim, aktivitet, efekt, efekti, efekti i, efektin, efekt të
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενέργεια
ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας αλβανικά, επενέργεια στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- επεκτείνω στα αλβανικά - shtrij, zgjat, zgjeroj, zgjas, shpreh, zgjasë, të zgjeruar
- επεμβαίνω στα αλβανικά - ndërhyj, ndërhyjë, ndërhyjnë, të ndërhyjë, të ndërhyjnë
- επενδύω στα αλβανικά - rresht, vijë, varg, investoj, investuar, investojë, investojnë, ...
- επενεργώ στα αλβανικά - aktet, akte, aktet e, vepron, akteve
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: veprim, aktivitet, efekt, efekti, efekti i, efektin, efekt të
Μεταφράσεις: veprim, aktivitet, efekt, efekti, efekti i, efektin, efekt të