Επενέργεια στα ισλανδικά

Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa
Επενέργεια στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενέργεια

ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επενέργεια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επεκτείνω στα ισλανδικά - lengja, framlengja, ná, auka, bæta
  • επεμβαίνω στα ισλανδικά - trufla, truflað, að trufla, haft áhrif, hafa áhrif
  • επενδύω στα ισλανδικά - fóðra, fjárfesta, brydda, brotstrik, að fjárfesta, fjárfest, fjárfestir, ...
  • επενεργώ στα ισλανδικά - áhrif, virkar, gerðir, verkar, athafna, athöfnum
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa