Επενέργεια στα δανικά

Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
påvirke, indflydelse, handling, aktion, effekt, virkning, kraft, effekten, virkningen
Επενέργεια στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενέργεια

ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας δανικά, επενέργεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επεκτείνω στα δανικά - forlænge, udvide, strækker, strækker sig, strække
  • επεμβαίνω στα δανικά - blande, blande sig, forstyrre, gribe, interferere
  • επενδύω στα δανικά - streg, linie, kø, kabel, blod, investere, investerer, ...
  • επενεργώ στα δανικά - indflydelse, påvirke, handlinger, retsakter, akter
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: påvirke, indflydelse, handling, aktion, effekt, virkning, kraft, effekten, virkningen