Επενέργεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acção, actividade, façanha, influência, actuar, infligir, acácio, influir, influenciar, efeito, efeitos, efeito de, vigor, sentido
Επενέργεια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενέργεια

ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επενέργεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επεκτείνω στα πορτογαλικά - alongar, estender, expressão, estenda, expandir, saída, ampliar, ...
  • επεμβαίνω στα πορτογαλικά - relação, intrometer, intervir, interferir, interferem, interfere, interfira, ...
  • επενδύω στα πορτογαλικά - descrever, ramo, traçar, calha, indústria, toada, fila, ...
  • επενεργώ στα πορτογαλικά - influir, influência, actuar, infligir, influenciar, atos, actos, ...
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acção, actividade, façanha, influência, actuar, infligir, acácio, influir, influenciar, efeito, efeitos, efeito de, vigor, sentido