Επενέργεια στα λατινικά

Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
factum, actio
Επενέργεια στα λατινικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενέργεια

ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας λατινικά, επενέργεια στα λατινικά

Μεταφράσεις

  • επεκτείνω στα λατινικά - laxo, prolato
  • επενδύω στα λατινικά - versus, obsido, funis
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: factum, actio