Επενέργεια στα σουηδικά

Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aktion, påverka, inflytande, handling, gärning, verksamhet, aktivitet, inverkan, effekt, verkan, effekten
Επενέργεια στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενέργεια

ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας σουηδικά, επενέργεια στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • επεκτείνω στα σουηδικά - utvidga, sträcka, förlänga, sträcker, utsträcka
  • επεμβαίνω στα σουηδικά - ingripa, interferera, störa, interfererar, stör
  • επενδύω στα σουηδικά - rad, streck, sysselsättning, investera, lina, linje, yrke, ...
  • επενεργώ στα σουηδικά - påverka, inverkan, inflytande, akter, rättsakter, handlingar, rättsakter som
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: aktion, påverka, inflytande, handling, gärning, verksamhet, aktivitet, inverkan, effekt, verkan, effekten