Επενέργεια στα λιθουανικά

Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veiksmas, poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą
Επενέργεια στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενέργεια

ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επενέργεια στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • επεκτείνω στα λιθουανικά - tęstis, išplėsti, pratęsti, plėsti, praplėsti, apimti
  • επεμβαίνω στα λιθουανικά - trukdyti, kištis, trikdyti, trukdo, kliudyti
  • επενδύω στα λιθουανικά - kilmė, darbas, melodija, tarnyba, raukšlė, brūkšnys, arija, ...
  • επενεργώ στα λιθουανικά - aktai, aktų, aktus, aktais
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: veiksmas, poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą