Άοπλος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
невъоръжен, невъоръжена, невъоръжени, без оръжие, въоръжен
Άοπλος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άοπλος

άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άοπλος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • άξιος στα βουλγαρικά - достоен, достойни, достойно, заслужава, достойна
  • άξονας στα βουλγαρικά - хуй, вал, кур, копие, ос, оста, оси, ...
  • άπατος στα βουλγαρικά - shortchange
  • άπαχος στα βουλγαρικά - торий, слаб, постно, на постно, постно крехко, стройна
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: невъоръжен, невъоръжена, невъоръжени, без оръжие, въоръжен