Άοπλος στα τούρκικα
Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silâhsız, silahsız, silahsız bir, silahsýz
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άοπλος
άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας τούρκικα, άοπλος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- άξιος στα τούρκικα - münasip, uygun, ulu, layık, değer, değerli, yakışır, ...
- άξονας στα τούρκικα - ışın, kargı, dingil, eksen, mızrak, ekseni, eksenli, ...
- άπατος στα τούρκικα - kontak, shortchange, kısa devre
- άπαχος στα τούρκικα - yağsız, dayamak, zayıf, yalın, Lean, fakir
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: silâhsız, silahsız, silahsız bir, silahsýz
Μεταφράσεις: silâhsız, silahsız, silahsız bir, silahsýz