Άοπλος στα δανικά

Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ubevæbnet, ubevæbnede, ubevćbnet, våbenløs
Άοπλος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άοπλος

άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας δανικά, άοπλος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • άξιος στα δανικά - værdig, værdige, værd, fortjener, værdigt
  • άξονας στα δανικά - aksel, akse, aksen
  • άπατος στα δανικά - shortchange
  • άπαχος στα δανικά - mager, tynd, støtte, lean, magert, af magert, magre
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ubevæbnet, ubevæbnede, ubevćbnet, våbenløs