Άοπλος στα λιθουανικά
Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beginklis, neginkluotas, neginkluoti, beginklius, neginkluota
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άοπλος
άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, άοπλος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- άξιος στα λιθουανικά - vertas, verta, verti, užsakomos, vertos
- άξονας στα λιθουανικά - ašis, spindulys, žeberklas, ietis, ašies, ašį, ašyje, ...
- άπατος στα λιθουανικά - nestinga, shortchange
- άπαχος στα λιθουανικά - liesas, liesos, raumeningumą, liesa
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: beginklis, neginkluotas, neginkluoti, beginklius, neginkluota
Μεταφράσεις: beginklis, neginkluotas, neginkluoti, beginklius, neginkluota