Άοπλος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бяззбройны, безабаронны, без зброі, няўзброены
Άοπλος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άοπλος

άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άοπλος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • άξιος στα λευκορωσικά - годны, дастойны, варты, годную, прыстойны
  • άξονας στα λευκορωσικά - вось, ось
  • άπατος στα λευκορωσικά - аблічыць
  • άπαχος στα λευκορωσικά - худы, благі, худой
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: бяззбройны, безабаронны, без зброі, няўзброены