Άοπλος στα ισλανδικά

Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unarmed, sakaði, vopnlausir
Άοπλος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άοπλος

άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άοπλος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • άξιος στα ισλανδικά - verðugt, verður, vert, verðug, verðugur
  • άξονας στα ισλανδικά - ás, ásinn, ása, ásnum, kvarði
  • άπατος στα ισλανδικά - shortchange
  • άπαχος στα ισλανδικά - halla, horaður, magurt, og halla, hallast
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: unarmed, sakaði, vopnlausir