Άοπλος στα ουκρανικά

Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
беззбройний, неозброєний, роззброєний, без зброї, беззбройна
Άοπλος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άοπλος

άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άοπλος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • άξιος στα ουκρανικά - підходящий, вартості, придатний, бажаний, похвально, підхожий, гідний, ...
  • άξονας στα ουκρανικά - ручка, промін, стовбур, вісь, проміння, корба, ствол, ...
  • άπατος στα ουκρανικά - необґрунтований, незбагненний, бездонний, обрахувати, обсчитать
  • άπαχος στα ουκρανικά - протікає, худий, найгіршому, худою, поганий, крайній
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: беззбройний, неозброєний, роззброєний, без зброї, беззбройна