Άοπλος στα ιταλικά
Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inerme, disarmato, disarmati, disarmata, senz'armi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άοπλος
άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας ιταλικά, άοπλος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- άξιος στα ιταλικά - degno, adatto, degna, degni, degne, meritevole
- άξονας στα ιταλικά - raggio, asse, razza, all'asse, dell'asse, assi, asse di
- άπατος στα ιταλικά - shortchange
- άπαχος στα ιταλικά - sostenere, scarso, magro, scarno, magra, snella, lean, ...
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inerme, disarmato, disarmati, disarmata, senz'armi
Μεταφράσεις: inerme, disarmato, disarmati, disarmata, senz'armi