Άοπλος στα εσθονικά
Μετάφραση: άοπλος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
relvastamata, relvitu, relvadeta, on relvastamata
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άοπλος
άοπλος στο στρατό, ι3 άοπλος, άοπλος λεξικό γλώσσας εσθονικά, άοπλος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- άξιος στα εσθονικά - teenekas, vääriline, sobiv, väärt, väärib, väärivad
- άξονας στα εσθονικά - ais, rattatelg, telg, ass, telje, suuna, teljel, ...
- άπατος στα εσθονικά - põhjatu, püksatu, piiritu, shortchange
- άπαχος στα εσθονικά - kõhetu, nõjatuma, lahja, kõhn, tailiha, lahjad, taine
Τυχαίες λέξεις
Άοπλος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: relvastamata, relvitu, relvadeta, on relvastamata
Μεταφράσεις: relvastamata, relvitu, relvadeta, on relvastamata