Αισιόδοξος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αισιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оптимистичен, оптимист, оптимистично, оптимистични, оптимисти
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αισιόδοξος
αισιόδοξος άνθρωπος, αισιόδοξος συνώνυμο, αισιόδοξος συνώνυμα, αισιόδοξος στα γαλλικά, ο αισιόδοξοσ, αισιόδοξος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αισιόδοξος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αισθητός στα βουλγαρικά - заметнем, осезаем, доловим, доловима, осезаема, забележима
- αισιοδοξία στα βουλγαρικά - оптимизъм, оптимизма, оптимизмът
- αισχρός στα βουλγαρικά - мръсен, похотлив, неприличен, пикантни, похотливо
- αιτία στα βουλγαρικά - благоразумие, повод, умереност, кауза, причина, причинно, основание
Τυχαίες λέξεις
Αισιόδοξος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: оптимистичен, оптимист, оптимистично, оптимистични, оптимисти
Μεταφράσεις: оптимистичен, оптимист, оптимистично, оптимистични, оптимисти