Αισιόδοξος στα δανικά

Μετάφραση: αισιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
optimistisk, optimistiske, optimisme, optimistisk med
Αισιόδοξος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αισιόδοξος

αισιόδοξος άνθρωπος, αισιόδοξος συνώνυμο, αισιόδοξος συνώνυμα, αισιόδοξος στα γαλλικά, ο αισιόδοξοσ, αισιόδοξος λεξικό γλώσσας δανικά, αισιόδοξος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αισθητός στα δανικά - mærkbar, opfattes, synlig, tydelig, mærkbare
  • αισιοδοξία στα δανικά - optimisme, optimismen, optimistisk, optimisme med
  • αισχρός στα δανικά - grusom, slibrige, lysten, lystne, kigge i underlødige blade
  • αιτία στα δανικά - bevæggrund, grund, anledning, fornuft, årsag, årsagen, sag, ...
Τυχαίες λέξεις
Αισιόδοξος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: optimistisk, optimistiske, optimisme, optimistisk med