Αισιόδοξος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αισιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
optimistisch, optimistische, optimistischer, optimisme, positief
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αισιόδοξος
αισιόδοξος άνθρωπος, αισιόδοξος συνώνυμο, αισιόδοξος συνώνυμα, αισιόδοξος στα γαλλικά, ο αισιόδοξοσ, αισιόδοξος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αισιόδοξος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αισθητός στα ολλανδικά - merkbaar, waarneembaar, waarneembare, voelbaar, merkbare
- αισιοδοξία στα ολλανδικά - optimisme, optimistisch, het optimisme, optimistische, optimisme van
- αισχρός στα ολλανδικά - onvermengd, dik, hatelijk, puur, helder, schuin, obsceen, ...
- αιτία στα ολλανδικά - veldtocht, beleggen, beweegreden, laten, proces, stichten, verloop, ...
Τυχαίες λέξεις
Αισιόδοξος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: optimistisch, optimistische, optimistischer, optimisme, positief
Μεταφράσεις: optimistisch, optimistische, optimistischer, optimisme, positief