Αισιόδοξος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αισιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оптимістичний, оптимістична, оптимістичніший
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αισιόδοξος
αισιόδοξος άνθρωπος, αισιόδοξος συνώνυμο, αισιόδοξος συνώνυμα, αισιόδοξος στα γαλλικά, ο αισιόδοξοσ, αισιόδοξος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αισιόδοξος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αισθητός στα ουκρανικά - відчутний, помітний, значний, відчутного, відчутної, суттєвий, відчутне
- αισιοδοξία στα ουκρανικά - оптимізм, оптимізму
- αισχρός στα ουκρανικά - сусідство, товстий, округу, район, маса, близькість, великий, ...
- αιτία στα ουκρανικά - справа, завдавати, завдати, причина, тиловий, викликати, Пичина, ...
Τυχαίες λέξεις
Αισιόδοξος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: оптимістичний, оптимістична, оптимістичніший
Μεταφράσεις: оптимістичний, оптимістична, оптимістичніший