Αισιόδοξος στα ιταλικά
Μετάφραση: αισιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ottimista, ottimisti, ottimistico, ottimistica, ottimismo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αισιόδοξος
αισιόδοξος άνθρωπος, αισιόδοξος συνώνυμο, αισιόδοξος συνώνυμα, αισιόδοξος στα γαλλικά, ο αισιόδοξοσ, αισιόδοξος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αισιόδοξος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αισθητός στα ιταλικά - percettibile, sensibile, apprezzabile, percepibile, percepibili, percettibili
- αισιοδοξία στα ιταλικά - ottimismo, l'ottimismo, di ottimismo, dell'ottimismo, all'ottimismo
- αισχρός στα ιταλικά - vizioso, lordo, pingue, grosso, osceno, grasso, completo, ...
- αιτία στα ιταλικά - motivo, processo, cagione, procedimento, ragione, lite, causare, ...
Τυχαίες λέξεις
Αισιόδοξος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ottimista, ottimisti, ottimistico, ottimistica, ottimismo
Μεταφράσεις: ottimista, ottimisti, ottimistico, ottimistica, ottimismo