Αισιόδοξος στα τούρκικα
Μετάφραση: αισιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyimser, iyimser bir, olumlu, iyimserlik, iyimserim
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αισιόδοξος
αισιόδοξος άνθρωπος, αισιόδοξος συνώνυμο, αισιόδοξος συνώνυμα, αισιόδοξος στα γαλλικά, ο αισιόδοξοσ, αισιόδοξος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αισιόδοξος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αισθητός στα τούρκικα - algılanabilir, algılanabilen, hissedilebilir, algılanabilir bir, hissedilir
- αισιοδοξία στα τούρκικα - iyimserlik, iyimserliği, iyimser, iyimserliğin, bir iyimserlik
- αισχρός στα τούρκικα - tiksindirici, kalın, müstehcen, gelir, iğrenç, temiz, salacious, ...
- αιτία στα τούρκικα - sebep, neden, nedeni, nedenidir, çünkü, sebebi
Τυχαίες λέξεις
Αισιόδοξος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: iyimser, iyimser bir, olumlu, iyimserlik, iyimserim
Μεταφράσεις: iyimser, iyimser bir, olumlu, iyimserlik, iyimserim