Αισιόδοξος στα ρουμανικά
Μετάφραση: αισιόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
optimist, optimiste, optimistă, optimiști, optimist cu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αισιόδοξος
αισιόδοξος άνθρωπος, αισιόδοξος συνώνυμο, αισιόδοξος συνώνυμα, αισιόδοξος στα γαλλικά, ο αισιόδοξοσ, αισιόδοξος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αισιόδοξος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- αισθητός στα ρουμανικά - perceptibil, perceptibilă, perceptibile, perceptibila, perceptible
- αισιοδοξία στα ρουμανικά - optimism, optimismul, optimismului, de optimism, optimist
- αισχρός στα ρουμανικά - obscen, venit, lasciv, senzual, scabros, cu aluzii sexuale, aluzii sexuale
- αιτία στα ρουμανικά - motiv, campanie, cauză, cauza, cauze, pentru că
Τυχαίες λέξεις
Αισιόδοξος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: optimist, optimiste, optimistă, optimiști, optimist cu
Μεταφράσεις: optimist, optimiste, optimistă, optimiști, optimist cu