Γενειοφόρος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γενειοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брадат, брадатият, брадатия, с брада, осилестия
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενειοφόρος
γενειοφόρος δράκος φροντιδα, γενειοφόρος δράκος τιμή, γενειοφόρος δράκος, γενειοφόρος φώκια, γενειοφόρος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γενειοφόρος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γενέθλια στα βουλγαρικά - рожден ден, Рождена дата, рождения ден, рожден
- γενίκευση στα βουλγαρικά - обобщение, обобщаване, генерализация, обобщения, генерализиране
- γενετικός στα βουλγαρικά - генетичен, генетична, генетично, генетичната, генетичния
- γενιά στα βουλγαρικά - поколение, производство, генериране, производството, производство на
Τυχαίες λέξεις
Γενειοφόρος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: брадат, брадатият, брадатия, с брада, осилестия
Μεταφράσεις: брадат, брадатият, брадатия, с брада, осилестия