Γενειοφόρος στα τούρκικα
Μετάφραση: γενειοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sakallı, sakallı bir, bearded
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενειοφόρος
γενειοφόρος δράκος φροντιδα, γενειοφόρος δράκος τιμή, γενειοφόρος δράκος, γενειοφόρος φώκια, γενειοφόρος λεξικό γλώσσας τούρκικα, γενειοφόρος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- γενέθλια στα τούρκικα - doğum günü, birthday, doğum, doğumgünü, doğum günüm
- γενίκευση στα τούρκικα - genelleme, genelleştirme, genelleştirilmesi, genellemesi, genellemedir
- γενετικός στα τούρκικα - genetik, genetik bir, bir genetik, gen
- γενιά στα τούρκικα - nesil, üretim, kuşak, üretimi, oluşturma
Τυχαίες λέξεις
Γενειοφόρος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sakallı, sakallı bir, bearded
Μεταφράσεις: sakallı, sakallı bir, bearded