Γενειοφόρος στα ολλανδικά
Μετάφραση: γενειοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baardig, gebaarde, bebaarde, gebaard, baard
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενειοφόρος
γενειοφόρος δράκος φροντιδα, γενειοφόρος δράκος τιμή, γενειοφόρος δράκος, γενειοφόρος φώκια, γενειοφόρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γενειοφόρος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γενέθλια στα ολλανδικά - geboortedag, verjaardag, Wie Verjaardag, verjaardags, verjaardag van, de verjaardag
- γενίκευση στα ολλανδικά - generalisatie, veralgemening, generalisering, generaliseren, veralgemenisering
- γενετικός στα ολλανδικά - genetisch, genetische, de genetische, erfelijke, van genetische
- γενιά στα ολλανδικά - geslacht, generatie, genereren, opwekking, productie
Τυχαίες λέξεις
Γενειοφόρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: baardig, gebaarde, bebaarde, gebaard, baard
Μεταφράσεις: baardig, gebaarde, bebaarde, gebaard, baard