Γενειοφόρος στα εσθονικά
Μετάφραση: γενειοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
habemega, ohteline, Habe, bearded, ohtelise, habetunud
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενειοφόρος
γενειοφόρος δράκος φροντιδα, γενειοφόρος δράκος τιμή, γενειοφόρος δράκος, γενειοφόρος φώκια, γενειοφόρος λεξικό γλώσσας εσθονικά, γενειοφόρος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- γενέθλια στα εσθονικά - sünnipäev, sünnipäevad, Birthday, sünnipäeva, Sünniaeg
- γενίκευση στα εσθονικά - üldistamine, üldistus, generaliseerumisega, generalisatsiooniga, generalisatsiooniga või
- γενετικός στα εσθονικά - geneetiline, geneetilise, geneetiliste, geneetilist, geneetilised
- γενιά στα εσθονικά - põlvkond, tekkimine, sugupõlv, põlvkonna, tootmise, põlvkonnale, generatsiooni
Τυχαίες λέξεις
Γενειοφόρος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: habemega, ohteline, Habe, bearded, ohtelise, habetunud
Μεταφράσεις: habemega, ohteline, Habe, bearded, ohtelise, habetunud