Γενειοφόρος στα ουκρανικά
Μετάφραση: γενειοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бородатий, бородань, бородата, бородою
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενειοφόρος
γενειοφόρος δράκος φροντιδα, γενειοφόρος δράκος τιμή, γενειοφόρος δράκος, γενειοφόρος φώκια, γενειοφόρος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γενειοφόρος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γενέθλια στα ουκρανικά - започаткувало, розпочало, начало, почало, початок, день, дня
- γενίκευση στα ουκρανικά - узагальнення
- γενετικός στα ουκρανικά - генетичний, генетичного
- γενιά στα ουκρανικά - покоління, генерація, рід, освіту, потомство
Τυχαίες λέξεις
Γενειοφόρος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бородатий, бородань, бородата, бородою
Μεταφράσεις: бородатий, бородань, бородата, бородою