Γενειοφόρος στα δανικά
Μετάφραση: γενειοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skæggede, skægget, bearded, skæg
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενειοφόρος
γενειοφόρος δράκος φροντιδα, γενειοφόρος δράκος τιμή, γενειοφόρος δράκος, γενειοφόρος φώκια, γενειοφόρος λεξικό γλώσσας δανικά, γενειοφόρος στα δανικά
Μεταφράσεις
- γενέθλια στα δανικά - fødselsdag, fødselsdagsgave, års fødselsdag, fødselsdagen
- γενίκευση στα δανικά - generalisering, generaliseringen, generalisation, generalisere
- γενετικός στα δανικά - genetiske, genetisk, den genetiske
- γενιά στα δανικά - generation, generation af, produktion, generations, generering
Τυχαίες λέξεις
Γενειοφόρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skæggede, skægget, bearded, skæg
Μεταφράσεις: skæggede, skægget, bearded, skæg