Διεύρυνση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διεύρυνση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεύρυνση
διεύρυνση λεξικο, διεύρυνση συνωνυμο, διεύρυνση μεσοθωρακίου, διεύρυνση υπαραχνοειδούς χώρου, διεύρυνση βικιλεξικο, διεύρυνση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διεύρυνση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διευρύνω στα βουλγαρικά - наведен, наклонена повърхност, разширен, кос, наклонен
- διεύθυνση στα βουλγαρικά - адрес, адреса, с адрес, адресът, адрес на
- διηγούμαι στα βουλγαρικά - казвам, рецитирам, изреждам, рецитира, рецитират, да рецитира
- διηθώ στα βουλγαρικά - филтър, инфилтрат, проникне, инфилтрира, инфилтрират, проникне в
Τυχαίες λέξεις
Διεύρυνση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване
Μεταφράσεις: експанзия, разширяване, разширение, разширяването, разрастване