Διεύρυνση στα δανικά
Μετάφραση: διεύρυνση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspansion, udvidelse, udvidelsen, udbygning, vækst
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεύρυνση
διεύρυνση λεξικο, διεύρυνση συνωνυμο, διεύρυνση μεσοθωρακίου, διεύρυνση υπαραχνοειδούς χώρου, διεύρυνση βικιλεξικο, διεύρυνση λεξικό γλώσσας δανικά, διεύρυνση στα δανικά
Μεταφράσεις
- διευρύνω στα δανικά - defekter, smig
- διεύθυνση στα δανικά - adresse, adressen
- διηγούμαι στα δανικά - sige, fortælle, recitere, reciterer, fremsige, citere, at recitere
- διηθώ στα δανικά - infiltrere, at infiltrere, infiltrerer, trænge, trænge ind
Τυχαίες λέξεις
Διεύρυνση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ekspansion, udvidelse, udvidelsen, udbygning, vækst
Μεταφράσεις: ekspansion, udvidelse, udvidelsen, udbygning, vækst