Διεύρυνση στα ολλανδικά

Μετάφραση: διεύρυνση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
expansie, uitbreiding, uitzetting, groei, uitbreiding van
Διεύρυνση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεύρυνση

διεύρυνση λεξικο, διεύρυνση συνωνυμο, διεύρυνση μεσοθωρακίου, διεύρυνση υπαραχνοειδούς χώρου, διεύρυνση βικιλεξικο, διεύρυνση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διεύρυνση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διευρύνω στα ολλανδικά - uitbreiden, verwijden, schuin, scheef, splay, verwijding, afschuining
  • διεύθυνση στα ολλανδικά - vermogen, redevoering, faculteit, speech, adresseren, toespraak, adres, ...
  • διηγούμαι στα ολλανδικά - verordenen, sommeren, bestellen, vertellen, bevelen, aanvragen, zeggen, ...
  • διηθώ στα ολλανδικά - filtreren, deuntje, ras, filter, filteren, melodie, inspanning, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεύρυνση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: expansie, uitbreiding, uitzetting, groei, uitbreiding van