Διεύρυνση στα ισπανικά
Μετάφραση: διεύρυνση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expansión, ampliación, la expansión, de expansión, expansión de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεύρυνση
διεύρυνση λεξικο, διεύρυνση συνωνυμο, διεύρυνση μεσοθωρακίου, διεύρυνση υπαραχνοειδούς χώρου, διεύρυνση βικιλεξικο, διεύρυνση λεξικό γλώσσας ισπανικά, διεύρυνση στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- διευρύνω στα ισπανικά - extender, espaciar, desarrollar, ensanchar, splay, chaflán, ensanchamiento, ...
- διεύθυνση στα ισπανικά - dirigirse, habla, dirección, facultad, sobre, discurso, seña, ...
- διηγούμαι στα ισπανικά - contar, narrar, decir, ordenar, relacionar, mandar, relatar, ...
- διηθώ στα ισπανικά - destilar, casta, colar, filtrar, esforzarse, raza, filtro, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεύρυνση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: expansión, ampliación, la expansión, de expansión, expansión de
Μεταφράσεις: expansión, ampliación, la expansión, de expansión, expansión de