Διεύρυνση στα ισλανδικά

Μετάφραση: διεύρυνση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stækkun, útrás, útþensla, vöxtur, útbreiðslu
Διεύρυνση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεύρυνση

διεύρυνση λεξικο, διεύρυνση συνωνυμο, διεύρυνση μεσοθωρακίου, διεύρυνση υπαραχνοειδούς χώρου, διεύρυνση βικιλεξικο, διεύρυνση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διεύρυνση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διευρύνω στα ισλανδικά - splay
  • διεύθυνση στα ισλανδικά - ávarpa, heimilisfang, ávarp, deild, netfang
  • διηγούμαι στα ισλανδικά - herma, kveða, lesa, fara með, recite, lesa upp
  • διηθώ στα ισλανδικά - síast, síast inn, síast inn í, æxlis, að síast inn
Τυχαίες λέξεις
Διεύρυνση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stækkun, útrás, útþensla, vöxtur, útbreiðslu