Διεύρυνση στα ουκρανικά

Μετάφραση: διεύρυνση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розширений, розширення
Διεύρυνση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεύρυνση

διεύρυνση λεξικο, διεύρυνση συνωνυμο, διεύρυνση μεσοθωρακίου, διεύρυνση υπαραχνοειδούς χώρου, διεύρυνση βικιλεξικο, διεύρυνση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διεύρυνση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διευρύνω στα ουκρανικά - розвивати, широко, розтягати, розкидати, ширити, вивихнути
  • διεύθυνση στα ουκρανικά - дар, дарунок, звертатися, направляти, адреса, факультет, здатність, ...
  • διηγούμαι στα ουκρανικά - жвавість, озиватись, казати, декламувати, читати, декламуватимуть
  • διηθώ στα ουκρανικά - рід, розтягнення, роде, фільтр, світлофільтр, розтягання, плем'я, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεύρυνση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розширений, розширення