Διεύρυνση στα εσθονικά

Μετάφραση: διεύρυνση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laiendamine, laienemine, laienemist, laiendamise, laiendamiseks
Διεύρυνση στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεύρυνση

διεύρυνση λεξικο, διεύρυνση συνωνυμο, διεύρυνση μεσοθωρακίου, διεύρυνση υπαραχνοειδούς χώρου, διεύρυνση βικιλεξικο, διεύρυνση λεξικό γλώσσας εσθονικά, διεύρυνση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διευρύνω στα εσθονικά - laialt, paisuma, laiendama, laienema, laialdaselt, viltune, Takistab, ...
  • διεύθυνση στα εσθονικά - teaduskond, vastulitsutud, suunama, pöördumine, õpetajaskond, pöörduma, võime, ...
  • διηγούμαι στα εσθονικά - ütlema, tulenema, rääkima, etlema, lugema, rääkiv, Loetleda, ...
  • διηθώ στα εσθονικά - imbuma, filtreerima, tõug, venitus, filter, pinge, infiltreeruma, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεύρυνση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: laiendamine, laienemine, laienemist, laiendamise, laiendamiseks