Διεύρυνση στα ρωσικά

Μετάφραση: διεύρυνση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расширение, расширения, разложение, экспансия, расширением
Διεύρυνση στα ρωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεύρυνση

διεύρυνση λεξικο, διεύρυνση συνωνυμο, διεύρυνση μεσοθωρακίου, διεύρυνση υπαραχνοειδούς χώρου, διεύρυνση βικιλεξικο, διεύρυνση λεξικό γλώσσας ρωσικά, διεύρυνση στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • διευρύνω στα ρωσικά - распространяться, растягивать, развивать, расцветать, распространять, расширить, бухнуть, ...
  • διεύθυνση στα ρωσικά - дар, выступление, направлять, ловкость, речь, способность, право, ...
  • διηγούμαι στα ρωσικά - свидетельствовать, отличать, уверять, фискалить, предписать, выбалтывать, распознать, ...
  • διηθώ στα ρωσικά - переутомлять, растягивать, напруживать, фильтровать, наклонность, натяжка, просачиваться, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεύρυνση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: расширение, расширения, разложение, экспансия, расширением