Δικαιώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δικαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оправдае, оправдаят, обоснове, обосноват, оправдават
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιώνω
διακρίνω αγγλικά, διακρίνω συνώνυμο, διακρίνω συνώνυμα, διακρίνω english, δικαιώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δικαιώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δικαιολογώ στα βουλγαρικά - извинение, оправдание, повод, претекст
- δικαιοσύνη στα βουλγαρικά - правосъдие, справедливост, правосъдието, Европейските общности, справедливостта
- δικανικός στα βουλγαρικά - съдебен, съдебномедицински, съдебномедицинска, криминалистиката
- δικαστήριο στα βουλγαρικά - трибунал, двор, съд, корт, съда, съдебно, юрисдикция
Τυχαίες λέξεις
Δικαιώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: оправдае, оправдаят, обоснове, обосноват, оправдават
Μεταφράσεις: оправдае, оправдаят, обоснове, обосноват, оправдават