Δικαιώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: δικαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виправдує, виправдовувати, виправдувати, виправдати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιώνω
διακρίνω αγγλικά, διακρίνω συνώνυμο, διακρίνω συνώνυμα, διακρίνω english, δικαιώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δικαιώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δικαιολογώ στα ουκρανικά - виправдує, виправдання, оправдання
- δικαιοσύνη στα ουκρανικά - своєчасний, чесність, справедливість, справедливості
- δικανικός στα ουκρανικά - судовий, судочинства, судову, судова, судового
- δικαστήριο στα ουκρανικά - суд, трибунал, урядування, дворище, подвір'я, двір, корт, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαιώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: виправдує, виправдовувати, виправдувати, виправдати
Μεταφράσεις: виправдує, виправдовувати, виправдувати, виправдати