Δικαιώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δικαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
justificar, justiça, justificam, justificar a, justifica, justificar o
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιώνω
διακρίνω αγγλικά, διακρίνω συνώνυμο, διακρίνω συνώνυμα, διακρίνω english, δικαιώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δικαιώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δικαιολογώ στα πορτογαλικά - justiça, justificar, desculpa, pretexto, desculpas, desculpa de, escusa
- δικαιοσύνη στα πορτογαλικά - juiz, apenas, somente, só, justiça, a justiça, de justiça, ...
- δικανικός στα πορτογαλικά - forense, judicial, forenses, forensic
- δικαστήριο στα πορτογαλικά - homenagem, quintal, corte, pátio, terreiro, preito, tribunal, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαιώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: justificar, justiça, justificam, justificar a, justifica, justificar o
Μεταφράσεις: justificar, justiça, justificam, justificar a, justifica, justificar o