Δικαιώνω στα ιταλικά

Μετάφραση: δικαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spiegare, perdonare, giustificare, giustificare la, giustificare il, giustifica
Δικαιώνω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιώνω

διακρίνω αγγλικά, διακρίνω συνώνυμο, διακρίνω συνώνυμα, διακρίνω english, δικαιώνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, δικαιώνω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δικαιολογώ στα ιταλικά - perdonare, spiegare, giustificare, scusa, pretesto, scuse, giustificazione, ...
  • δικαιοσύνη στα ιταλικά - giustizia, giudice, la giustizia, della giustizia, di giustizia
  • δικανικός στα ιταλικά - giudiziario, giudiziale, forense, legale, forensi, medicina legale, forensic
  • δικαστήριο στα ιταλικά - cortile, tribunale, corte, giudice, tennis, da tennis
Τυχαίες λέξεις
Δικαιώνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: spiegare, perdonare, giustificare, giustificare la, giustificare il, giustifica