Δικαιώνω στα σουηδικά
Μετάφραση: δικαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försvara, rättfärdiga, motivera, motiverar, berättiga, motivera att
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιώνω
διακρίνω αγγλικά, διακρίνω συνώνυμο, διακρίνω συνώνυμα, διακρίνω english, δικαιώνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, δικαιώνω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δικαιολογώ στα σουηδικά - försvara, ursäkt, ursäkt för, ursäkten, förevändning, vändning
- δικαιοσύνη στα σουηδικά - domare, rättvisa, Justice, justitie, rättslig prövning, rättsliga
- δικανικός στα σουηδικά - forensic, rättsmedicinsk, kriminaltekniska, kriminalteknisk, rättsmedicinska
- δικαστήριο στα σουηδικά - domstol, rätt, hov, domstolen, Court, bana, instansrätten
Τυχαίες λέξεις
Δικαιώνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: försvara, rättfärdiga, motivera, motiverar, berättiga, motivera att
Μεταφράσεις: försvara, rättfärdiga, motivera, motiverar, berättiga, motivera att