Δικαιώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: δικαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
réttlæta, að réttlæta, réttlætt, réttlæti, réttlætir
Δικαιώνω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιώνω

διακρίνω αγγλικά, διακρίνω συνώνυμο, διακρίνω συνώνυμα, διακρίνω english, δικαιώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δικαιώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δικαιολογώ στα ισλανδικά - afsökun, afsökun fyrir, afsökun til
  • δικαιοσύνη στα ισλανδικά - hæfa, réttlæti, dómsmál, réttur, réttlætis, réttlætið
  • δικανικός στα ισλανδικά - réttar, Forensic
  • δικαστήριο στα ισλανδικά - dómstóll, hirð, dómi, Court, Dómstóllinn, dómstóla
Τυχαίες λέξεις
Δικαιώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: réttlæta, að réttlæta, réttlætt, réttlæti, réttlætir